Translate

Κυριακή 22 Απριλίου 2012

Με τον Βασίλη είχαμε χαθεί αρκετά χρόνια.
Από παιδιά μαζί στην ίδια γειτονιά, μαζί στην  μπάλα στις διαολιές . Ορφανός   και από τους δυο γονείς
με μια γιαγιά που πάλευε  να τον αναστήσει με την κλασική σύνταξη του ΟΓΑ. Πάντα στερημένος  μα πάντα
χαμογελαστός, όλη η παρέα μια γροθιά τότε ο ένας να στηρίζει πάντα τον άλλο .
Πέρασαν τα χρόνια και από την μια οι σπουδές, αργότερα το στρατιωτικό και  η δημιουργία οικογένειας  μας έκαναν να χαθούμε.
Πάντα ρωτούσα για αυτόν,  μα κανείς από την παλιά παρέα δεν είχε νέα του τα τελευταία  10 χρόνια.
Η γιαγιά η κυρά Μαργαρίτα αποφάσισε να μετακομίσει  κοντά στον ύψιστο και έτσι χάθηκε κάθε επαφή.

Η μοίρα  παίζει καμία φορά  τα τρελά της παιχνίδια έτσι μια μέρα συναντηθήκαμε τυχαία στο κέντρο της 
απίθανης αυτής μεγαλούπολης που λέγεται Αθήνα. Χημικός μηχανικός του AΠΘ  με  ειδίκευση στην εξόρυξη 
πετρελαίου ο Βασίλης άρχισε να μου μιλά  για τα χρόνια που πέρασαν,  να μου μιλά  για την χώρα  την Ταϋλάνδη
που  βρίσκεται,  μια και εδώ ήταν δύσκολο να σταθεί.  Υπάλληλος σε μια πετρελαική εταιρεία η μοίρα τον οδήγησε εκεί.

Τα είπαμε, τα  ήπιαμε και κανονίσαμε να βρεθούμε μια άλλη μέρα για τα περισσότερα. 

Με την Ταϋλάνδη έως τότε η επαφή μου   ήταν όλη κι όλη   κάποιες διανυκτερεύσεις και  μια δυο ολιγοήμερες διαμονές  σαν ενδιάμεσο σταθμό  για κάποια ταξίδια που έγιναν  προς  εκείνη την πλευρά του πλανήτη. 
Μικρές βολτες στη Μπανγκόκ  και μια επίσκεψη στο Πουκέτ μετά ακριβώς το τσουνάμι.

Για να πω την  αλήθεια δεν διατηρούσα και τις καλύτερες των εντυπώσεων.  Η Μπανγκόκ μια  μεγαλούπολη με το κυκλοφοριακό της, την κοσμοσυρροή αλλά και τα χαλάσματα του Πουκέτ δεν με γοητεύσαν ιδιαίτερα τον καιρό της επίσκεψης μου εκεί.

Για μια άλλη χώρα άρχισε να μου  μιλά ο Βασίλης, στη δεύτερη μας συνάντηση. 

Μια χώρα όμορφη με χαμογελαστούς κατοίκους με μια ζωή  μακριά από τους τρελούς ρυθμούς της Αθήνας
με παρθένα δάση   με όμορφες ακρογιαλιές με γραφικά τοπία. 
Όλα αυτά με εντυπωσίασαν και  θέλησα να τα δω να τα ζήσω και η παρουσία του παιδικού φίλου εκεί
τα έκανε όλα να μοιάζουν μαγικά.
 Σε λίγες μέρες ο φίλος θα επέστρεφε, έτσι το ραντεβού κλείστηκε τον Απρίλιο  κάτω σε χρόνο που και ο
φίλος θα είχε τον δικό του μήνα ξεκούρασης.
Ο χαμός ενός αγαπημένου προσώπου  με εμπόδισε να φάνω συνεπής  το ραντεβού με τον Βασίλη, 
αλλά η περιέργεια, ο  ενθουσιασμός που μου δημιούργησε έμεινε ανέπαφος . 
Όλο αυτό το διάστημα το συζητούσα με 2-3 φίλους στο γραφείο   και όταν αναγκαστικά το ανέβαλα
 για το καλοκαίρι  της  ίδιας  χρονιάς 2 από αυτούς αποφάσισαν  να   με ακολουθούσουν.

Η Thai airways  μας υποδέχτηκε στο αεροδρόμιο και τα χαμογελαστά πρόσωπα  των συνόδων της  μας 
συνόδευαν σε όλο το 10ωρο ταξίδι. 
Το  ξημέρωμα πάνω από  την  Μπανγκόκ,  μια υπέροχη παλέτα από  μυριάδες χρώματα ζωγράφιζε με την 
βοήθεια της φύσης  κάθε κομμάτι του ουρανού, κάτω τεράστιοι ορυζώνες ανάμεσα σε δρόμους και εργοστάσια  δημιουργούσαν  ένα πάζλ με τους  τεράστιους φοίνικες. Πιο πέρα  η πόλη που μόλις είχε  ξυπνήσει.



Το  αεροδρόμιο τεράστιο πεντακάθαρο γεμάτο με αγάλματα και θεότητες της μακρινής αυτής  χώρας
 να μας προσέχουν  και να μας καλωσορίζουν. Εμείς οι 3 σαν παιδιά σε σχολική εκδρομή, γεμάτοι 
 χαρά περάσαμε το τσεκ διαβατήριων  πήραμε τις αποσκευές και   ξεχυθήκαμε για έξω.
 Το  έξω  βεβαία μια κουβέντα ήταν,  με 29 βαθμούς  πρωί πρωί και την   υγρασία στα   ύψη,
 μόλις άνοιξε η πόρτα ένα κύμα θερμού αέρα μας έκανε να το ξανασκεφτούμε, αλλά όλα είπαμε
 μια απόφαση είναι και η απόφαση αυτή  είχε παρθεί προ πολλού.
Όταν με τον  Βασίλη είχαμε συζητήσει στην Αθήνα  να βρεθούμε κάτω,   είχαμε σχεδιάσει  λοιπόν το ταξίδι μου. 
Η  έδρα της εταιρείας του Βασίλη ήταν κοντά στην Ραγιόνγκ εκεί σε κάποιο εργοστάσιο κατασκεύαζαν κάποια κομμάτια που χρειαζόντουσαν  για τις εξορύξεις έτσι το ραντεβού  δόθηκε στην  Παττάγια
 την  κοσμοπολιτική όπως μου είπε πόλη εκεί κοντά.

Ένα ραντεβού που δεν κατέστει δυνατόν να γίνει .
Ο Βασίλης είχε γυρίσει στη εργασία του,  ο χρόνος του περιορισμένος και  η συνάντηση μας δύσκολη,
λόγο ότι  βρισκόταν αρκετά μακριά από εκεί σε κάποιο άλλο έργο. 
Μα το δικό μας πάθος  να γνωρίσουμε τον τόπο,  τους ανθρώπους, τα ήθη, και τα έθιμα μεγάλο.

Θα μου πείτε ήθη και έθιμα στη Παττάγια  εεεε  τότε τόσο ήξερα τόσο έκανα. 

Κι όμως.

ΠΑΤΤΑΓΙΑ



Το ταξί μας οδήγησε ανάμεσα από ορυζώνες  και φοινικιές, ναούς, απέραντες εκτάσεις με δάση σε μιάμιση ώρα εκεί.
 Η πόλη  κοιμόταν ακόμη.
 Ξενοδοχείο  Welcome plaza αυτό μου είχε προτείνει ο Βασίλης, σε αυτό έμενε αυτός όταν ήταν εκεί δεν  ήξερα και κανένα  άλλο.

  Η πρώτη εντύπωση ήταν καλή μεγάλα δωμάτια το  ξενοδοχείο κοντά σε κεντρικό δρόμο και κοντά στην παραλία.



Μετά από κάποια ώρα τακτοποίησης και λίγου ύπνου.
Ήρθε η ώρα για μια βόλτα στην πόλη και ένα καλό γεύμα.
Κατηφορίσαμε λοιπόν στην παραλία και αρχίσαμε να περπατάμε σαν χαμένοι κοιτώντας δεξιά και αριστερά
( για τους φίλους πρώτη φορά στην Ασία) αλλά ακόμη και για μένα όλα φαίνονταν νέα πρωτόγνωρα.
 Αυτό που μας έκανε εντύπωση ήταν ένα κατάστημα που φαινόταν  σαν εστιατόριο, σαν καφέ ,σαν ένα
μικρό εξώστη (Beer Garden) πάνω στην θάλασσα και τραβήξαμε για εκεί.
Καθίσαμε, δώσαμε παραγγελία  και σε λίγο βρεθήκαμε να ρεμβάζουμε ανέμελα  την ακτή και τον απέναντι λόφο
 με κάποια μεγάλα ξενοδοχεία.
Παττάγια ένα μικρό  ψαροχώρι τον καιρό του πολέμου του  Βιετνάμ, επελέγη σαν τόπος αναψυχής  των αμερικανών
στρατιωτών που πολεμούσαν εκεί. Σιγά σιγά εξελίχτηκε σε ένα  αρκετά δημοφιλή  παραθεριστικό κέντρο με πάνω από 100.000 μόνιμους κατοίκους και 4.000.000-5.000.000  επισκέπτες τον χρόνο.



 Πολύβουη ακούραστη και ακόλαστη (αχ βρέ Βασίλη τι μου έκανες).

 Μια πόλη που κάνει κάποιες συνοικίες του Άμστερνταμ να  ωχριούν μπροστά της. Αλλά εμείς εκεί  ανίδεοι  και ρομαντικοί.  Τόσο ρομαντικοί που μετά από 2-3 νύχτες  γυρνώντας μόνοι στο ξενοδοχείο  δεν άργησαν τα πρώτα χαμόγελα απορίας  να ανεβαίνουν στα χείλη των κοριτσιών της ρεσεψιόν: “you alone again?? Don’t like ladies??”

Άρχισαν να με ζώνουν τα φίδια ¨…..
(Να είσαι στην Ελλάδα και να σε ζώνουν τα φίδια πάει και έρχεται, εκεί τα φίδια είναι πολύ πιο μεγάλα.)

Κάτι δεν κάναμε καλά; 
Παντού έπιανα κάποια βλέμματα να μας κοιτάνε  παράξενα  αλλά  υπολόγιζα ξένοι  ήμαστε για αυτό.
( θα μου πεις και άλλοι πολλοί ήταν ξένοι αλλά δεν τους κοιτούσαν.Έλα ντέ)

 Εδώ κόντευε  να μας βγει το όνομα και εμεις βράχοι εκεί.


Θα μου πεις καλά δεν διάβασες δεν ρώτησες  πριν πας που πας ρε Καραμήτρο; 
Δυστυχώς εκείνο το  διάστημα με την αρρώστια και τον  χαμό του πατερά μου, που χρόνος για αυτά .

Άλλωστε ρε παιδιά δεν θα πήγαινα έτσι.
Είχα σκονάκι (λέγε με Βασίλη) δεν πήγαινα ξεκάρφωτος μετά ξεκαρφώθηκα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.