Translate

Τετάρτη 2 Μαΐου 2012

10



Όπερ  και εγένετο. 
Στίς 7.30 το πρωί  η καθόλα  πρόσχαρη και αναλόγως εμφανίσιμη  κυρία της ρεσεψιόν  με    ειδοποίησε για την άφιξη της  συνοδού μου. 

 Δεν ήταν μόνη της  προς ευχάριστη έκπληξη  για μένα .
  Γύρω στα 10 άτομα δυο αυτοκίνητα  ήταν η τιμητική συνοδεία που μου επιφύλαξαν. Το ενοικιαζόμενο αυτοκίνητο  έμεινε εκεί στο  
ξενοδοχείο και  επιβιβάστηκα  σε ένα Navarra με κατεύθυνση την  Βιεντιάν και το Λάος.

 Τριάντα περίπου χιλιόμετρα  χωρίζουν  τις δυο πόλεις. Τριάντα  χιλιόμετρα , 35 δολάρια, μια φωτογραφία  και  περίπου  45 λεπτά 
καθυστέρηση στο  συνοριακό σταθμό. 
  Ιδιαίτερα αξιοσημείωτος ήταν ο  όγκος των  κιπ ( τοπικού νομίσματος), που συνέλεξα στην προσπάθεια μου να εξαργυρώσω
  200 δολάρια για παν ενδεχόμενο.
 Εάν  δεν με απατά η  μνήμη μου περί τα 1.500.000 εάν και δεν θα είχα πρόβλημα να χρησιμοποιήσω  Μπατ. 
Το ευχάριστο  είναι  ότι  μου τα άλλαξαν  οι ταϊλανδοί φίλοι στην επιστροφή ευτυχώς γιατί περίσσεψαν αρκετά.

Μετά από  25 λεπτά  διαδρομής κοντά στις όχθες του Μεκόνγκ ανάμεσα σε μικρά  χωριά και καλλιέργειες  φτάσαμε στην  Βιεντιάν. 

Η πολυετής παρουσία των  Γάλλων  στα   χρόνια της Γαλλικής Ινδοκίνας, παραπάνω   από εμφανή, ειδικά σε κάποια σπίτια αλλά
 και κρατικά κτήρια που μένουν  από τότε ανέπαφα  ακόμα εκεί.
 Η αψίδα του  θριάμβου, στο κέντρο περίπου της πόλης κτίστηκε αργότερα, αυτή την φορά για  να συμβολίσει την   μάχη των ντόπιων
  για την ανεξαρτησία τους, ενάντια  στα γαλλικά στρατεύματα  μετά τον  2ον  παγκόσμιο πόλεμο.  

Κοντά εκεί αποχαιρετήσαμε προσωρινά  τους υπόλοιπους της παρέας, εγώ  η συνοδός μου και ο μικρός αδελφός για  
να χαζέψουμε την πόλη, και  οι υπόλοιποι  για κάποια καθιερωμένα ψώνια  στην από εδώ μεριά του ποταμού.

 Αλλά και  να επισκεφτούν κάποιους συγγενείς που διαμένουν εδώ. 
Όπως  το έχω  ξαναγράψει σύνορα δεν διαθέτουν οι καρδιές των ανθρώπων και ιδιαίτερα αυτών  που μένουν σε παραμεθόριες περιοχές. 

Πρώτος προορισμός το Haw Phra Kaew




σημείο συνεχών προστριβών συμφώνα   την συνοδό μου μεταξύ Λάος  και Ταϋλάνδης  λόγο της ύπαρξης εδώ  του σμαραγδένιου 
 βούδα για  κάποιο  διάστημα  μετά την  υφαρπαγή του από το Chang mai πρόκειται  για το άγαλμα  που κοσμεί τον  ναό  
  Wat Phra Kaew , στην Μπανγκόκ.  Ο ναός καταστράφηκε πολλές φορές πριν  πάρει την σημερινή του μορφή και μεταμορφωθεί 
σε μουσείο  με καποια καταστήματα παραδοσιακών ειδών στον περιβάλλοντα χώρο  
  
Σε κοντινή απόσταση το  Wat Si Saket 






Μοναστήρι με      χρησιμοποιήθηκε και σαν καταφύγιο από   τις επιθέσεις των  ταϊλανδών σε παρελθόντες χρόνους.
Ο αρχαιότερος ναός στη περιοχή της πρωτεύουσας  με αξιοθαύμαστα αγάλματα του βούδα από χαλκό και ασήμι .

Πιο δίπλα  το  προεδρικό παλάτι και ένα σωρό αλλά αξιοθέατα με κάπως διαφορετική,  θα έλεγα τεχνοτροπία από τα ταϋλανδικά πρότυπα.

 Η θέα στον ποταμό υπέροχη με  τα δεκάδες  μικρά  νησάκια που σχηματίζονται μέσα του, μια και η περίοδος των βροχών 
 είχε έρθει αλλά η στάθμη του δεν ήταν ακόμα αρκετή  για να τα καλύψει. 

Μετά την   βόλτα ανεβήκαμε  προς το Sao  Talat για να  συναντήσουμε τους άλλους  μια και ήταν η ώρα  του μεσημεριανού φαγητού. 
Καμιά σχέση  φυσικά με την μορφή που έχει σήμερα μετά το τεράστιο  mall  που κτίστηκε εκεί.
 Η πρώτη φορά που είδα  ψωμί   σε τραπέζι  εστιατορίου  κατάλοιπο  των γάλλων και αυτό.

 Το Sao  Talat η αλλιώς Morning Market.  Ένα αρκετά μεγάλος χώρος όπου μπορεί κανείς να  βρει όλα τα είδη  που μπορεί να τον 
ενδιαφέρουν από ηλεκτρονικές συσκευές μέχρι φρούτα και άλλα τρόφιμα.
 Εκεί σε κάποιο    από τα παραδοσιακά εστιατόρια γευματίσαμε  και για τους πονηρά  σκεφτόμενους, όχι, μόνο κάποιες μπύρες
 που κέρασα, το   γεύμα της συνόδου μου και το γεύμα μου πλήρωσα( όλα τα δάκτυλα δεν είναι ίδια).
 Το απόγευμα  καθισμένοι  σε ένα από τα καφέ του παρόχθιου δρόμου  παρατηρούσαμε  το  πολύχρωμο πλήθος  που έκανε 
την καθιερωμένη  βόλτα. 





Δευτέρα 23 Απριλίου 2012

Τα γέλια του Βασίλη ηχούν ακόμα στα αυτιά μου όταν του τηλεφώνησα να μου εξηγήσει κάποια πράγματα.

Μια ντίσνευλαντ για μεγάλα παιδιά, με ζωντανές κούκλες και τους δικούς της ήρωες, όχι δεν έχει Μίκυ και Μίνι εδώ,
 η μάλλον μίνι έχει πολλά.

Δεν θα επεκταθώ σε αυτά, όχι γιατί είμαι Άγιος και άμεπτος , αλλά γιατί ότι κάνει ο καθένας στη προσωπική του ζωή καλό είναι να το κρατά  για εκείνον.

Διαφωνώ με κάποιους πάνω σε αυτό για μένα ισχύει το γνωστό τα εν οίκω μη εν δήμω. 

Έτσι μπήκαμε και εμείς στον δρόμο του  θεού η μάλλον του  βούδα μια και ο θεός  δεν έχει κάλυψη εκεί και το ρόαμινγκ  χρεώνεται ακριβά.

 Εκτός των ευαγών ιδρυμάτων που παρέχουν   υπηρεσίες για το  φιλοθεάμων και όχι μόνο κοινό ,(εκεί δεν ισχύει το: «συγγνώμη κύριε μην  ακουμπάτε το εμπόρευμα» το πιθανότερο  είναι αυτό να σε αγγίξει.)

Χιλιάδες  καταστημάτων όλων των ειδών με ότι  φανταστεί ο νους σου  είναι εκεί για να ικανοποιήσουν  τα καταναλωτικά η γαστριμαργικά σου ένστικτα.

Η  Παττάγια  εκτίνεται  μεταξύ της Na Kluea  και του Pratamnak hill  η αλλιώς λόφου του  βούδα μια και ένας από τους ναούς
του βρίσκεται στην κορυφή του.

3 κάθετοι κύριοι οδικοί κόμβοι σε οδηγούν από  την Sukhumvit: Σούκουμβιτ (εθνική οδό)  στη παραλιακή λεωφόρο’.
Pattaya Nuea: βόρεια λεωφόρος
Pattaya Klang:.κεντρική λεωφόρος
Pattaya Tai: νότια λεωφόρος
Ενώ αντίθετα οριζόντια  από την παραλιακή  προς Σούκουμβιτ
       Second Road:Δεύτερος δρόμος

         Third Road: Τρίτος δρόμος
Και ανάμεσα στον δεύτερο  και τρίτο δρόμο  το Soi Buakao ένας εμπορικός κατά το πλείστον δρόμος που αρχίζει από την κεντρική λεωφόρο και τελειώνει στην νότια.

Την Ελλάδα δεν την  είχε αγγίξει ακόμα η κρίση.
Όμως εμείς,  και  οι 3  βρισκόμασταν κοντά σε αυτό που λένε η κρίση της μέσης ηλικίας.
 Τώρα τι μπορεί να κάνει ένας άνθρωπος που  βρίσκεται σε κρίση, σε οποιαδήποτε κρίση;
 Εεεε αυτό  επαφίεται στην φαντασία σας.


Για καφέ  κάθε πρωί στο beer  garden μετά φαγητό ατελείωτες ώρες κάτω από  τις ομπρέλες της παραλίας.

 Για μπάνιο ούτε λόγος  όταν έχεις βουτήξει στα καταγάλανα νερά της πατρίδας μας δύσκολο να  μπεις εκεί.

Μικρές εκδρομές  ποτέ στο  λόφο με τον ναό του  βούδα





στο  απέναντι  νησάκι Ko Larn



στο βοτανικό κήπο του  Nong Nooch



το floating market,



το Sri Racha Tiger Zoo,


το The Million Years Stone Park & Pattaya Crocodile Farm.



Ποιος είπε ότι η Παττάγια δεν έχει μέρη να δεις άμα θέλεις, θέληση χρειάζεται και αυτή υπήρχε. Χρειάζεται μόνο να ξεφύγεις από τα στενά  όρια της walking street  και των γύρω σόι. Ένα αγαπημένο εστιατόριο  προστέθηκε  στις προτιμήσεις μας sailor στο σοι 8  φτηνότερο και με πολύ καλές γεύσεις.

Οι μέρες κυλούσαν.
H ξενοιασιά και η ανεμελιά είχαν κατορθώσει να εγκλωβίσουν βαθειά μέσα στην ψύχη μας τα όποια προβλήματα
κουβαλούσαμε μαζί, η μάλλον θα τα πήρε  η  ομορφούλα που μας έκανε τελωνιακό έλεγχο  στο Σουβαρναμπχούμι ,
τότε δεν το κατάλαβα!!!!!

Χαρήκαμε  την ομορφιά του τοπιού απολαύσαμε το νυφοπάζαρο τις walking street,πότε  καθησμένοι στο Candy shop η στο King.

Πνίξαμε τον  καημό μας με μια  Singha ( οι  Leo και  chang ήταν βαριές για μένα) απολαύσαμε την παρέα, κάναμε φίλους.

 Μα βασικά γνωρίσαμε ο ένας τον άλλο περισσότερο  μακριά από   τους τρελούς ρυθμούς του  γραφείου
και της ελληνικής μιζέριας.
Γνωρισαμε   καινούργιες γεύσεις άλλη φιλοσοφία  ζωής και άλλη κουλτούρα.
Φυσικά δεν παραλείψαμε να «τσαλαβουτήσουμε» στις σαπουνάδες και  να «μυρίσουμε» τα ανθισμένα λουλούδια
του λωτού που τόσο απλόχερα προσφέρει η  γη της Παττάγια.

 Για τις σειρήνες ούτε λόγος εδώ κοτζάμ Οδυσσέας (αχ βρε πατριωτάκι) ο πολυμήχανος, τρόμαξε να  ξεφύγει εμείς οι απλοί και  ταπεινοί θα τα καταφέρναμε;

Η σάρξ γάρ ασθενής και το πνεύμα επίσης.

Αυτά για να δείτε τι τραβήξαμε. Ξεφύγαμε από τους λωτοφάγους, παλέψαμε με τις σειρήνες,
οι συμπληγάδες πέτρες έλειπαν αλλά μάλλον αυτές θα τις βρίσκαμε εμπρός μας  με τον γυρισμό μας στην Αθήνα
( οποιαδήποτε ομοιότητα με την οδύσσεια ενός ξεσπιτωμένου είναι απλά συμπτωματική).

Η ζέστη και η υγρασία που  μας τρόμαξαν προ στιγμή στο αεροδρόμιο  έγινε κάτι το  φυσιολογικό για μας. 
Άλλωστε οι πολύ ζεστοί μήνες για την Ταϋλάνδη είχαν περάσει.  

Mια "μικρή" μπόρα που ξέσπασε και κράτησε γύρω στις 6 ώρες έφυγε μακριά . 

Μια μπόρα που  όμοια της  αν  μας έστελνε  για κανένα 2 ώρο στην Αθήνα ο θεός( είπαμε  ο βούδας παραμένει κάτω, άλλωστε τα έχουν  ορίσει τα σύνορα,  και φυσικά μεσολαβεί ο Μωάμεθ.
Το είπαμε από την αρχή. Είναι μακριά!!! 3 θεούς αλλάζεις 
μέχρι να φτάσεις κάτω.) οι θρακομακεδώνες θα ήταν παραθαλάσσιοι και τα
πλοία για Σύρο Τήνο Μύκονο θα έδεναν στην  Βαρυμπόμπη.


Κοντά στο ξενοδοχείο  υπήρχε ένα μικρό καφέ . 
   Μια και ο Μορφέας τα πρωινά τύλιγε για τα καλά με του φτερούγες του τους δυο φίλους, μην έχοντας κάτι άλλο
να κάνω, τακτικά πήγαινα εκεί.

   Ο ταϊλανδός ιδιοκτήτης λάτρης  της Ελλάδας,  με απίστευτες γνώσης πάνω στην ελληνική ιστορία και μυθολογία , οι συζητήσεις ατελείωτες. 

 Η αδελφή του ένα χάρμα οφθαλμών, αρραβωνιασμένη με έναν βέλγο καλό παιδί  που βρέθηκε εκεί και  έκανε δική του δουλειά  στον οικοδομικό  τομέα,  πάντα πρόσχαρη και περιποιητική.

  Μακριά από τον τόπο του,  την Udon Thani  της  βόρειας  Ταϋλάνδης,  μου  μίλησε για την άλλη Ταϋλάνδη,αυτήν που  υπάρχει μακριά από τα τουριστικά κέντρα.
 Με κάλεσε να την γνωρίσω τον επόμενο μήνα  που  θα
παντρευόταν η αδελφή του. 
  Τον ευχαρίστησα λέγοντας ότι  δυστυχώς δεν θα είμαι εκεί. 

  Μα η μοίρα και πιθανόν  η τρέλα που κουβαλώ, άλλα είχαν κανονίσει.

  Οι μέρες πέρασαν πολύ ποιό γρήγορα από ότι εμείς θα  θέλαμε.

  Σαν  ήρθε η  ώρα ούτε τα "δακρυσμένα" μάτια των σειρήνων ούτε η δικιά μας επιθυμία δεν ήταν  ικανές να κρατήσουν το  777 της Thai airways στο έδαφος.
  
Τα συναισθήματα μόνο ανάμικτα δεν ήταν,  η μελαγχολία και απογοήτευση  φώλιασαν μέσα μας, πριν ακόμα  το σιδερένιο πουλί τροχοδρομήσει στον αεροδιάδρομο του Σουβαρναμπούμι.

 Η υπόσχεση   για επιστροφή  γρήγορα δόθηκε εκεί, εκείνη την ώρα,  μόνο που δεν τηρήθηκε από όλους.
  Η προσγείωση στη πραγματικότητα,  συγγνώμη στο Ελ. Βενιζέλος ήθελα να πω, βασανιστική μια  και το  αεροσκάφοςης Thai ήταν το μόνο που μας έδενε  πια με αυτό το ταξίδι.

  Και όπως είχα δυστυχώς προφητεύσει οι συμπληγάδες περίμεναν.


   Κυριακή πρωί στην Αθήνα.
  Μια Κυριακή πως το περίμενε πως θα ήταν Κυριακή, που λέει και το τραγούδι.
  Κυριακή  καλοκαίρι προς το τέλος του Ιουλίου,  όλοι στην ραστώνη των θερινών διακοπών .
  Αλλά και την επομένη μέρα στο γραφείο οι μύγες είχαν παχύνει τόσο πολύ που μερικοί  συνάδελφοι ασκούνταν στην γενοκτονία . 

Εκατόμβη θρηνήσαμε εκείνη την  μέρα.

 Εγώ εκεί μπροστά από μια οθόνη να κοιτώ περασμένα μεγαλεία(  φωτογραφίες) το θερμόμετρο να αγγίζει έξω τους 40 .

 Με τα παιδιά αποχαιρετιστήκαμε χθες έφυγαν να συνεχίσουν τις διακοπές.
   Αυτό που λένε άλλος για   Χίο τράβηξε, κι άλλος για Μυτιλήνη και εγώ στης Αθήνας τα στενά,  να τρέχω για ασπιρίνη.

   Το σπίτι δεν με  χώραγε (μαλλον τα έπιπλα είχαν αλλάξει μόνα τους διαρρύθμιση όσο έλειπα) οι φίλοι άφαντοι κάνα δυο που τηλεφωνήθηκα,  μου απάντησαν  μπουκωμένοι καλαμαράκια και αλλά  θαλασσινά,  από κάποια παραλία.

   Έβαλα κάτω τα δευτέρια και έκανα τους υπολογισμούς  μου.
   Κανα 20ημερο άδεια που μου χρώσταγε, συν κάτι ρεπό που δούλεψα, συν κάτι βάρδιες που έκανα αντικατάσταση συναδέλφου
     =   σκάρτος μήνας έβγαινε .

   Τώρα το πρόβλημα ήταν να τον πάρω τηλέφωνο τον Μεγάλο  η  να περιμένω το πρωί να τον δω στο γραφείο;

  Το δίλημμα μεγάλο, αλλά πρυτάνευσε η λογική θα περίμενα ως το πρωί.

  Όλο το βράδυ φυσικά ο ύπνος δεν ήρθε.

  Είχε πάει άλλου να βρει την ησυχία του . 

  Με έμενα θα καθόταν. 

  Στο παλιό επιτοιχίο ρολόι του πατέρα μου, ο  ωροδείκτης με το λεπτοδείκτη φαίνεται είχαν τσακωθεί, και βασανιστικά αργά
κινούταν ο ένας αντικρύ από τον άλλο. 

  Σαν να φοβόντουσαν  μην συναντηθούν.

  Θα ξημερώσει που θα πάει.

Ο Μεγάλος φίλος χρόνια. 
 Αυτό ήταν και καλό και κακό. 
 Καλό γιατί σπάνια μου χαλούσε χατίρι, και κακό γιατί πάντα με έχωνε, όταν η δουλειά είχε τα ζόρια της,
και κάποιος έπρεπε να την  βγάλει.

 Το που και κάτω από ποιες περιστάσεις κατά καιρούς λόγο δουλειάς έχω  βρεθεί, μόνο εγώ ο  Θεός, ο Μωάμεθ,
και κατά καιρούς ο Βούδας ξέρει.

Το να μου αρνηθεί και μάλιστα αυτόν τον καιρό το θεωρούσα απίθανο.
Άλλωστε οι πολιτικοί εκείνο τον  καιρό συναγωνιζόντουσαν τις μαρίδες στο  κολύμπι.

Είπαμε η κρίση δεν  είχε έρθει τότε.
Μιας και τώρα που  ήρθε κάνουν κάτι άλλο.

Το πρόβλημα ήταν   τέλος Ιουλίου  θα βρω εισιτήρια; και πότε;

Πετεινούς δεν είχε η γειτονιά για να με ενημερώσουν για το χάραμα. 
Έτσι η μονή ελπίδα ήταν το παράθυρο. Το φεγγάρι έπαιζε κρυφτό με κάποια σύννεφα μακριά πάνω από την θάλασσα.
Εμένα το μυαλό μου την  ξεπερνούσε και προσπαθούσε να δει τι γίνεται ποιό πέρα, εκεί που πιά είχε χαράξει και η ζωή
άρχιζε να παίρνει τους καθημερινούς της ρυθμούς. 

Πάνω ακριβώς από το σπίτι περνά ο αεροδιάδρομος που μεταφέρει τους επιβάτες από την βόρεια Ευρώπη προς το αεροδρόμιο.
Παλιά  θυμάμαι με ενοχλούσε να ακούω τον θόρυβο  που κάνουν τα αεροπλάνα στην προσπάθεια τους να κόψουν ταχύτητα
τώρα χαίρομαι γιατί κάποιος φτάνει επιτέλους στο προορισμό του.

Έτσι πέρασε εκείνη η νύχτα στο μπαλκόνι, να παρακολουθώ   τις πτήσεις αυτών των αεροπλάνων.
Εκεί με βρήκε η αυγή.


Φυσικά χατίρι δεν μου  χάλασε, να μου το προτείνει μάλιστα  ήθελε,  μια  και  φοβόταν  μήπως το φθινόπωρο 
« βαίναμε προς εκλογάς»  και η παρουσία μου τότε  θα ήταν ποιο χρήσιμη.

Το  θέμα εισιτήριο, παραδόξως έληξε πολύ ποιό ομαλά από ότι εγώ υπολόγιζα,  με μόνο μια διάφορα, δεν υπήρχε 
για το Σάββατο,  εάν ήθελα θα  έφευγα την Πέμπτη. Τι  λέτε τώρα!! 
Σήμερα Τρίτη δηλαδή  όχι αύριο μεθαύριο .

Στο θέμα αποσκευές κολλήσαμε λίγο. 
Η μητέρα μου πάντως μου το τόνισε, αν ήταν για την  μπουγάδα κακώς γύρισα,  σε ένα πλυντήριο κάτω
θα μου ερχόταν φθηνότερα.

Εάν υπολογίσεις το εισιτήριο.

Άλλωστε δεν τα είχε έτοιμα.

Σιγά μην με κρατούσε αυτό, θα αγόραζα από κάτω. Το πρόβλημα  ήταν πως περνάμε άλλες δυο μέρες εδώ,
την Πέμπτη δεν την υπολόγιζα. 

Κάθισα λίγο στον υπολογιστή προς ανεύρεση καινούργιου  ξενοδοχείου όχι μακριά από το προηγούμενο, ο λόγος σαφής 
το καφέ του ταϊλανδού φίλου.

Γιατί η αλλαγή ξενοδοχείου θα με ρωτήσετε!!!

Ναι μεγάλα δωμάτια και σε καλή μεριά τις πόλης. Δεν λέω υπέροχη θεά από το παράθυρο του δωματίου, όλος ο κόλπος πιάτο.
  Έμενα μου  ήρθε κόλπος όταν αντίκρισα  ένα βράδυ μια καφέ σιλουέτα να κόβει βόλτες στο σκοτάδι, και δεν ήταν μόνη
είχε καλέσει και τις  φιλές της.

Στο δωμάτιο μου απρόσκλητες!!!
  
Οι σειρήνες παρόλα αυτά που λέγονται δεν τις πείραξαν  δεν είδα καμία να απλώνει χέρι.
Τις άφησαν εκεί , να κουτσομπολεύουν  και να συνωμοτούν πως θα κλέψουν  κάτι  κρακεράκια που είχα
για καμία  νυχτερινή λιγούρα. Και ότι δεν κατάφερναν την   νύχτα  χωρίς ίχνος ντροπής και διακριτικότητας
το προσπαθούσαν και την μέρα. 
Το νέο ξενοδοχείο βρέθηκε κλείστηκε πολύ κοντά με το άλλο.
Twin Royal πρώτα ο  Θεός, μετά ο Μωάμεθ,  και κατόπιν ο Βούδας, τα είπαμε αυτά.

Ο φίλος που με πήγε στο αεροδρόμιο( μαζί βλέπαμε τις  φώτο στο γραφείο) μου  το δήλωσε, μαζί θα πάμε 
την επομένη φορά ,αλλιώς θα δεθεί στις ροδές για να μην πετάξω. 
Τον άφησα με ένα περίεργο βλέμμα στα μάτια. H παρουσία μιας πανέμορφης ταϊλανδέζας στο  check in επιδείνωσε
την κατάσταση του.

«Εκεί πας;» μου είπε.

Ναι εκεί.

Ένα κύμα  μίσους; 

Ζήλειας;

Ήρθε και θόλωσε τα μάτια του.
Δεν  έμεινα  να το δω προχώρησα προς την πύλη Sawadee Ka και φτάσαμε. 

Το πλήρωμα της Thai ευγενικότατο, η απογείωση ποίημα. Το μόνο που χρειαζόμουν ήταν ύπνος.
Αυτός που από την Δευτέρα δεν είχε έρθει να μου κάνει παρέα, τώρα που  βρισκόμασταν σε ξένο έδαφος
  τι  θα έκανε  θα υπέκυπτε στις παρεκκλίσεις μου ελπίζω.

Κυριακή 22 Απριλίου 2012

Με τον Βασίλη είχαμε χαθεί αρκετά χρόνια.
Από παιδιά μαζί στην ίδια γειτονιά, μαζί στην  μπάλα στις διαολιές . Ορφανός   και από τους δυο γονείς
με μια γιαγιά που πάλευε  να τον αναστήσει με την κλασική σύνταξη του ΟΓΑ. Πάντα στερημένος  μα πάντα
χαμογελαστός, όλη η παρέα μια γροθιά τότε ο ένας να στηρίζει πάντα τον άλλο .
Πέρασαν τα χρόνια και από την μια οι σπουδές, αργότερα το στρατιωτικό και  η δημιουργία οικογένειας  μας έκαναν να χαθούμε.
Πάντα ρωτούσα για αυτόν,  μα κανείς από την παλιά παρέα δεν είχε νέα του τα τελευταία  10 χρόνια.
Η γιαγιά η κυρά Μαργαρίτα αποφάσισε να μετακομίσει  κοντά στον ύψιστο και έτσι χάθηκε κάθε επαφή.

Η μοίρα  παίζει καμία φορά  τα τρελά της παιχνίδια έτσι μια μέρα συναντηθήκαμε τυχαία στο κέντρο της 
απίθανης αυτής μεγαλούπολης που λέγεται Αθήνα. Χημικός μηχανικός του AΠΘ  με  ειδίκευση στην εξόρυξη 
πετρελαίου ο Βασίλης άρχισε να μου μιλά  για τα χρόνια που πέρασαν,  να μου μιλά  για την χώρα  την Ταϋλάνδη
που  βρίσκεται,  μια και εδώ ήταν δύσκολο να σταθεί.  Υπάλληλος σε μια πετρελαική εταιρεία η μοίρα τον οδήγησε εκεί.

Τα είπαμε, τα  ήπιαμε και κανονίσαμε να βρεθούμε μια άλλη μέρα για τα περισσότερα. 

Με την Ταϋλάνδη έως τότε η επαφή μου   ήταν όλη κι όλη   κάποιες διανυκτερεύσεις και  μια δυο ολιγοήμερες διαμονές  σαν ενδιάμεσο σταθμό  για κάποια ταξίδια που έγιναν  προς  εκείνη την πλευρά του πλανήτη. 
Μικρές βολτες στη Μπανγκόκ  και μια επίσκεψη στο Πουκέτ μετά ακριβώς το τσουνάμι.

Για να πω την  αλήθεια δεν διατηρούσα και τις καλύτερες των εντυπώσεων.  Η Μπανγκόκ μια  μεγαλούπολη με το κυκλοφοριακό της, την κοσμοσυρροή αλλά και τα χαλάσματα του Πουκέτ δεν με γοητεύσαν ιδιαίτερα τον καιρό της επίσκεψης μου εκεί.

Για μια άλλη χώρα άρχισε να μου  μιλά ο Βασίλης, στη δεύτερη μας συνάντηση. 

Μια χώρα όμορφη με χαμογελαστούς κατοίκους με μια ζωή  μακριά από τους τρελούς ρυθμούς της Αθήνας
με παρθένα δάση   με όμορφες ακρογιαλιές με γραφικά τοπία. 
Όλα αυτά με εντυπωσίασαν και  θέλησα να τα δω να τα ζήσω και η παρουσία του παιδικού φίλου εκεί
τα έκανε όλα να μοιάζουν μαγικά.
 Σε λίγες μέρες ο φίλος θα επέστρεφε, έτσι το ραντεβού κλείστηκε τον Απρίλιο  κάτω σε χρόνο που και ο
φίλος θα είχε τον δικό του μήνα ξεκούρασης.
Ο χαμός ενός αγαπημένου προσώπου  με εμπόδισε να φάνω συνεπής  το ραντεβού με τον Βασίλη, 
αλλά η περιέργεια, ο  ενθουσιασμός που μου δημιούργησε έμεινε ανέπαφος . 
Όλο αυτό το διάστημα το συζητούσα με 2-3 φίλους στο γραφείο   και όταν αναγκαστικά το ανέβαλα
 για το καλοκαίρι  της  ίδιας  χρονιάς 2 από αυτούς αποφάσισαν  να   με ακολουθούσουν.

Η Thai airways  μας υποδέχτηκε στο αεροδρόμιο και τα χαμογελαστά πρόσωπα  των συνόδων της  μας 
συνόδευαν σε όλο το 10ωρο ταξίδι. 
Το  ξημέρωμα πάνω από  την  Μπανγκόκ,  μια υπέροχη παλέτα από  μυριάδες χρώματα ζωγράφιζε με την 
βοήθεια της φύσης  κάθε κομμάτι του ουρανού, κάτω τεράστιοι ορυζώνες ανάμεσα σε δρόμους και εργοστάσια  δημιουργούσαν  ένα πάζλ με τους  τεράστιους φοίνικες. Πιο πέρα  η πόλη που μόλις είχε  ξυπνήσει.



Το  αεροδρόμιο τεράστιο πεντακάθαρο γεμάτο με αγάλματα και θεότητες της μακρινής αυτής  χώρας
 να μας προσέχουν  και να μας καλωσορίζουν. Εμείς οι 3 σαν παιδιά σε σχολική εκδρομή, γεμάτοι 
 χαρά περάσαμε το τσεκ διαβατήριων  πήραμε τις αποσκευές και   ξεχυθήκαμε για έξω.
 Το  έξω  βεβαία μια κουβέντα ήταν,  με 29 βαθμούς  πρωί πρωί και την   υγρασία στα   ύψη,
 μόλις άνοιξε η πόρτα ένα κύμα θερμού αέρα μας έκανε να το ξανασκεφτούμε, αλλά όλα είπαμε
 μια απόφαση είναι και η απόφαση αυτή  είχε παρθεί προ πολλού.
Όταν με τον  Βασίλη είχαμε συζητήσει στην Αθήνα  να βρεθούμε κάτω,   είχαμε σχεδιάσει  λοιπόν το ταξίδι μου. 
Η  έδρα της εταιρείας του Βασίλη ήταν κοντά στην Ραγιόνγκ εκεί σε κάποιο εργοστάσιο κατασκεύαζαν κάποια κομμάτια που χρειαζόντουσαν  για τις εξορύξεις έτσι το ραντεβού  δόθηκε στην  Παττάγια
 την  κοσμοπολιτική όπως μου είπε πόλη εκεί κοντά.

Ένα ραντεβού που δεν κατέστει δυνατόν να γίνει .
Ο Βασίλης είχε γυρίσει στη εργασία του,  ο χρόνος του περιορισμένος και  η συνάντηση μας δύσκολη,
λόγο ότι  βρισκόταν αρκετά μακριά από εκεί σε κάποιο άλλο έργο. 
Μα το δικό μας πάθος  να γνωρίσουμε τον τόπο,  τους ανθρώπους, τα ήθη, και τα έθιμα μεγάλο.

Θα μου πείτε ήθη και έθιμα στη Παττάγια  εεεε  τότε τόσο ήξερα τόσο έκανα. 

Κι όμως.

ΠΑΤΤΑΓΙΑ



Το ταξί μας οδήγησε ανάμεσα από ορυζώνες  και φοινικιές, ναούς, απέραντες εκτάσεις με δάση σε μιάμιση ώρα εκεί.
 Η πόλη  κοιμόταν ακόμη.
 Ξενοδοχείο  Welcome plaza αυτό μου είχε προτείνει ο Βασίλης, σε αυτό έμενε αυτός όταν ήταν εκεί δεν  ήξερα και κανένα  άλλο.

  Η πρώτη εντύπωση ήταν καλή μεγάλα δωμάτια το  ξενοδοχείο κοντά σε κεντρικό δρόμο και κοντά στην παραλία.



Μετά από κάποια ώρα τακτοποίησης και λίγου ύπνου.
Ήρθε η ώρα για μια βόλτα στην πόλη και ένα καλό γεύμα.
Κατηφορίσαμε λοιπόν στην παραλία και αρχίσαμε να περπατάμε σαν χαμένοι κοιτώντας δεξιά και αριστερά
( για τους φίλους πρώτη φορά στην Ασία) αλλά ακόμη και για μένα όλα φαίνονταν νέα πρωτόγνωρα.
 Αυτό που μας έκανε εντύπωση ήταν ένα κατάστημα που φαινόταν  σαν εστιατόριο, σαν καφέ ,σαν ένα
μικρό εξώστη (Beer Garden) πάνω στην θάλασσα και τραβήξαμε για εκεί.
Καθίσαμε, δώσαμε παραγγελία  και σε λίγο βρεθήκαμε να ρεμβάζουμε ανέμελα  την ακτή και τον απέναντι λόφο
 με κάποια μεγάλα ξενοδοχεία.
Παττάγια ένα μικρό  ψαροχώρι τον καιρό του πολέμου του  Βιετνάμ, επελέγη σαν τόπος αναψυχής  των αμερικανών
στρατιωτών που πολεμούσαν εκεί. Σιγά σιγά εξελίχτηκε σε ένα  αρκετά δημοφιλή  παραθεριστικό κέντρο με πάνω από 100.000 μόνιμους κατοίκους και 4.000.000-5.000.000  επισκέπτες τον χρόνο.



 Πολύβουη ακούραστη και ακόλαστη (αχ βρέ Βασίλη τι μου έκανες).

 Μια πόλη που κάνει κάποιες συνοικίες του Άμστερνταμ να  ωχριούν μπροστά της. Αλλά εμείς εκεί  ανίδεοι  και ρομαντικοί.  Τόσο ρομαντικοί που μετά από 2-3 νύχτες  γυρνώντας μόνοι στο ξενοδοχείο  δεν άργησαν τα πρώτα χαμόγελα απορίας  να ανεβαίνουν στα χείλη των κοριτσιών της ρεσεψιόν: “you alone again?? Don’t like ladies??”

Άρχισαν να με ζώνουν τα φίδια ¨…..
(Να είσαι στην Ελλάδα και να σε ζώνουν τα φίδια πάει και έρχεται, εκεί τα φίδια είναι πολύ πιο μεγάλα.)

Κάτι δεν κάναμε καλά; 
Παντού έπιανα κάποια βλέμματα να μας κοιτάνε  παράξενα  αλλά  υπολόγιζα ξένοι  ήμαστε για αυτό.
( θα μου πεις και άλλοι πολλοί ήταν ξένοι αλλά δεν τους κοιτούσαν.Έλα ντέ)

 Εδώ κόντευε  να μας βγει το όνομα και εμεις βράχοι εκεί.


Θα μου πεις καλά δεν διάβασες δεν ρώτησες  πριν πας που πας ρε Καραμήτρο; 
Δυστυχώς εκείνο το  διάστημα με την αρρώστια και τον  χαμό του πατερά μου, που χρόνος για αυτά .

Άλλωστε ρε παιδιά δεν θα πήγαινα έτσι.
Είχα σκονάκι (λέγε με Βασίλη) δεν πήγαινα ξεκάρφωτος μετά ξεκαρφώθηκα.